- κακοβουλή
- κακοβουλή, ἡ (Μ)άσχημη σκέψη, κακή πρόθεση, επιβουλή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + βουλή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδηνέως — ἀδηνέως επίρρ. (Α) [ἀδηνής] χωρίς μοχθηρία ή δόλο, χωρίς κακία ή κακόβουλη πρόθεση … Dictionary of Greek
αδηνής — ἀδηνής, ές (Α) 1. αμαθής, άπειρος 2. ο δίχως κακόβουλη πρόθεση, δίχως δόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δῆνος (το) «συμβουλή, σχέδιο, τρόπος» (συν. κατά πληθ.: δήνεα (τα). ΠΑΡ. αρχ. ἀδήνεια, ἀδηνέως] … Dictionary of Greek
διαζύγιο — Η διάλυση του γάμου με δικαστική απόφαση. Το δ. έχει δημιουργήσει αρκετά θεωρητικά και κοινωνικά ζητήματα, καθώς πάνω σε αυτό συγκρούονται δύο βασικές κοινωνικές αρχές: η ατομική ελευθερία και η σταθερότητα του θεσμού του γάμου. Το καθεστώς που… … Dictionary of Greek
δυσφήμηση — Νομικός όρος που αναφέρεται στη διάδοση μιας πληροφορίας που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη ενός άλλου προσώπου. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η δ. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις… … Dictionary of Greek
εγκατάλειψη — (Νομ.). Όρος που χρησιμοποιείται σε πολλούς κλάδους του δικαίου. Στο οικογενειακό δίκαιο, κατά το παρελθόν, η ε. επί διετία της συζυγικής στέγης αποτελούσε λόγο διαζυγίου, ενώ ο Ποινικός Κώδικας τιμωρούσε με φυλάκιση την εγκατάλειψη εγκυμονούσας … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοήθεια — η (Α κακοήθεια, ιων. τ. κακοηθίη) [κακοήθης] 1. η ιδιότητα τού κακοήθους, τού μοχθηρού, η φαυλότητα, η αισχρότητα («μεστοὺς φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου, κακοηθείας» ΚΔ) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) το δυσίατο ή ανίατο («κακοήθεια τῆς νόσου»,… … Dictionary of Greek
παρατήρηση — η / παρατήρησις, ήσεως, ΝΜΑ [παρατηρώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατηρώ 2. η ένταση τής προσοχής, προσεκτική παρακολούθηση («παρατήρηση τής αλληλουχίας τών γεγονότων») 3. γραμμ. ό,τι σημειώνει, εξετάζει ή σχολιάζει κανείς («ἐκεῑνα… … Dictionary of Greek
ραδιουργώ — ῥᾳδιουργῶ, έω, ΝΜΑ [ραδιουργός] ενεργώ με δόλιο και πανούργο τρόπο εναντίον κάποιου, φέρομαι ύπουλα και με πονηρία με σκοπό να βλάψω ή και να εξαπατήσω κάποιον, μηχανορραφώ, σκευωρώ αρχ. 1. κάνω κάτι με ευκολία 2. ενεργώ με απερισκεψία, με… … Dictionary of Greek
όχεντρα — Μικρό νησί στις ακτές της Μικράς Ασίας. Μαζί με το γειτονικό νησί Βόλος τα ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες «Ξεναγόρου νήσους». Με την ίδια ονομασία υπάρχει μεγάλη ύφαλος κοντά στη Νάξο, που θεωρείται πολύ επικίνδυνη για τα πλοία των οποίων το πλήρωμα … Dictionary of Greek